Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Κάποτε ένα κορίτσι ονειρευόταν εκεί που ένα αγρίμι ξεκοκάλιζε αυτό που ψάχνω


Εκείνες οι ελάχιστες στιγμές που ξαφνικά για άγνωστο λόγο ο χρόνος γυρίζει πίσω και είμαι πάλι μικρή μια χειμωνιάτικη γκρίζα μέρα

τότε που ακόμη δεν ήξερα τίποτα

μα τώρα ξέρω.


Είμαι διαφορετική σε πολλά, μα στα περισσότερα είμαι ίδια. Κι ένα πράγμα ακόμη μένει το ίδιο ή σχεδόν το ίδιο. Αυτό στο οποίο μπορώ να μεταμορφωθώ μόλις πέσει η νύχτα. Το μοναχικό αγρίμι μέσα στους τέσσερις τοίχους. Μα το αγρίμι είναι μέσα μου. Ουρλιάζει πότε σε ψηλές και πότε σε χαμηλές νότες μια μελωδία που με σπρώχνει να βγω έξω. Μα εγώ δε βγαίνω. Όχι ακόμη. Αυτό που ψάχνω δεν υπάρχει έξω, κάπου προσιτό. Το φαντάζομαι κρυμμένο σε ένα σκοτεινό μέρος, σε ένα ήσυχο μέρος, χωρίς πολλές φασαρίες να ζει, να είναι ζωντανό. Είναι πλάσμα, είναι κατάσταση, είναι συμβάν; Δεν μπορώ ακόμη να πω με σιγουριά γιατί το αγρίμι δεν έχει ωριμάσει αρκετά μέσα μου –  ναι, το δικό μου αγρίμι ωριμάζει με τα χρόνια, όπως φαίνεται. 


Σήμερα είδα ένα κορίτσι να κλαίει, να κλαίει σχεδόν χωρίς λόγο, αλλά μετά έμαθα ότι είχε γίνει 15 χρόνων ξανά. Στην αρχή ήταν 21, μετά έκλεισε τα μάτια και ήταν 55 και όταν τα άνοιξε πάλι ήταν 15 απ’ την αρχή. Κι από κάπου, λέει, ακούστηκε μια μουσική που δεν την ήξερε, ένα τραγούδι που μιλούσε για ένα κορίτσι που χόρευε, και τότε την πήρε το παράπονο. Έφερε σαν εικόνα όλες τις αγκαλιές που μπορούσε να θυμηθεί από τα 15 ως τα 55 της κι έπειτα ένα κορίτσι να χορεύει, κι ήταν ένα κορίτσι που αγαπούσε αυτό, με μια κοντή φούστα που την αγαπούσε κι εκείνη. Ύστερα, είδα μια αντρική πλάτη με φαρδείς ώμους να περνά μπροστά από το κορίτσι που έκλαιγε και το κορίτσι χάθηκε, κυριολεκτικά εξαφανίστηκε, κι έτσι δεν έμαθα ποτέ τη συνέχεια της ιστορίας.    

Εγώ όταν (δεν) είμαι εγώ