Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

Κινδυνεύει η ζωή



"Αντιμέτωπος με τα ισόβια ο Λυμπέρης"

Δε θα 'θελα ποτέ μου ν' αλλάξω και να 'σαι σίγουρος,
Τη δύστυχή μου μοίρα με τη δική σου δουλικότητα.
Γιατί το 'χω καλύτερα σ' αυτό το βράχο να 'μαι καρφωμένος
Παρά να 'μαι ο πιστός υπηρέτης, ο αγγελιαφόρος του πατέρα Δία!
ΑΙΣΧΥΛΟΣ (ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ)


     Ένα εκτυφλωτικό φως την υποχρέωσε ν' ανοίξει τα μάτια και να τα ξανακλείσει αμέσως. Ήλιος! Ο θεόρατος ήλιος είχε κατέβει χαμηλά και την τύφλωνε. Του χαμογέλασε χωρίς να τολμά να τον ξανακοιτάξει. Θα 'μαι στη θάλασσα, αυτό το βουητό και... ποιος πετούσε βότσαλα, που χτυπούσαν ολόγυρα στο κρανίο της και την πονούσαν. Τι αστείο κι αυτό. Και γέλια, χοντρά, παχιά γέλια. Όχι, δεν είναι βουητό θάλασσας αυτό. "Πού βρίσκομαι;"
     - Λες να τη γαμήσομε;
     - Γριά είναι μα στέκει.
     - Ναι, ναι μωρέ, τρώεται σου λέω!
    Μια παλάμη ανθρώπινη πασπάτευε ψηλά μεσ' στα σκέλια της. "Εγώ είμαι!". Έκανε μια αυθόρμητη κίνηση για να διώξει το χέρι που προσπαθούσε να χωθεί μέσα της, αλλά δεν μπορούσε. Το χοντρό γέλιο την πετροβόλησε πάλι. "Μα γιατί, πού βρίσκομαι; Δεν έχω χέρια! Τι γίνανε τα χέρια μου;...". Άνοιξε μικρές χαραμάδες ανάμεσα στα βλέφαρά της. Όχι, δεν ονειρεύεται. Ίσια μπροστά, έβλεπε τις άκρες των ποδιών της ν' ακουμπούν σχεδόν στα κάγκελα ενός στενού κρεβατιού. Τα 'βλεπε μα δεν μπορούσε να τα κουνήσει. "Νειρεύομαι. Τώρα θα ξυπνήσω κι όλα...". Άνοιξε τα μάτια της περισσότερο. Από τις άκρες των ποδιών της και πάνω ξεφύτρωναν τρεις πανύψηλοι άντρες που την παρακολουθούσαν γελώντας ξεχάσκωτα. Ο ένας άρπαξε το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού της και το 'σφιξε δυνατά.
    - Ξύπνησε το μωρό μου; Και οι τρεις ξέσπασαν σε γέλια και τράνταζαν το κρεβάτι. "Σε μένα το λέει! Μα ποιοι είναι αυτοί; Πού βρίσκομαι;". Το κρεβάτι δεν είναι δικό της. Και το φως δεν είναι ο ήλιος. Μα ένας δυνατός γλόμπος. Αλλά δεν κρέμεται κανένα φως στην οροφή της κρεβατοκάμαράς της. Και το θα γύρευαν τούτοι οι χυδαίοι στο σπίτι της; Στο δικό της σπίτι; Το μαλακό φιλόξενο τοπίο του σπιτιού της απλώθηκε για λίγα λεπτά ανάμεσα στους αγνώστους και την ίδια. "Κοιμάσαι χαζούλα μου... να δεις που σε λίγο θα βρεθούμε δω, στο μεγάλο αναπαυτικό κρεβάτι με τη μικρή κονσόλα πλάι στο προσκέφαλο. Ένα κακό όνειρο, αυτό είναι. Οι επιστήμονες ισχυρίζονται πως νειρευόμαστε μόνο πέντε λεπτά, συνήθως στην αρχή ή στο τέλος της νύχτας, λίγο πριν ξυπνήσομε. Και γι' αυτό έχομε συχνά την αίσθηση πως το όνειρό μας κράτησε όλη τη νύχτα. Βέβαια, έτσι είναι. Η μέρα, αχ την ευεργετική μέρα...".
    - Άσ' την ρε να ξυπνήσει καλά να το ευχαριστηθεί κι αυτή!
    - Εγώ πάντως ρίχνω πρώτος...
    - Δοσ' της ένα τσιγάρο, είναι πρεζού, μας το 'πανε.
    - Φέρε, θα ξυπνήσει πιο εύκολα...
    "Για μένα μιλούν έτσι, αν είναι δυνατό!". Χωρίς να το καταλάβει άνοιξε τα μάτια της. Κι όμως ήταν εκεί, μπροστά της. Τους κοίταξε κατάματα. Όχι δεν είναι όνειρο. Πανύψηλοι ή της φαίνονται τέτοιοι επειδή η ίδια βρίσκεται ανάσκελα; Έκανε πάλι μια κίνηση να ανασηκωθεί. Μα το κορμί της παράξενα ακινητοποιημένο δεν την υπάκουε. Οι τρεις χασκογέλαγαν ενθουσιασμένοι. Τότε κοιτάχτηκε. Ολόγυμνη, με τα πόδια ανοιχτά και δεμένα, πού, πώς; Και τα χέρια, μα γιατί; "Φυλακή! Είμαι φυλακή! Κι αυτοί; Βασανιστές.". 
     - Ξύπνησε η κούκλα μας!
     Ο ένας άναψε δυο τσιγάρα. "Λύσε τη ρε", είπε ο άλλος, "να τραβήξει την πρέζα της".
     Έλα τράβα, είπε ο ένας άγνωστος σκύβοντας απάνω της με το τσιγάρο. Τον έφτυσε. Αστραπιαία την σκαμπίλισε με την ανάποδη της παλάμης του. Το αίμα τινάχτηκε μαζί με το χέρι του στον αέρα. "Άρχισαν! Για να με τρομοκρατήσουν και ν' αρχίσουν την ανάκριση".
     - Μωρή παλιοβρόμα! Τι παριστάνεις μωρή;
     - Την αντιστασιακιά, κάγχασε ο άλλος. 
     "Σιωπή εσύ, κουβέντα. Το κάνουν για να σου σπάσουν το ηθικό".
     - Όχι ρε, τώρα τα αντιστασιακά τέρμα! Είναι καιρό αγάμητη, άλλο περίμενε η κακοκοίρα κι άλλο της έδωσες. 
      - Μπράβο, μπράβο, αυτό είναι, ξεκαρδίστηκαν όλοι στα γέλια.
      - Εγώ πάντως θα τη λύσω, είπε ένας κι άρχισε να της πασπατεύει το χέρι που βρισκόταν δεμένο σ' ένα λουρί, στο πλάι του κρεβατιού.
      "Πότε με συλλάβανε;". Το μυαλό της δε συναρμολογούσε καμιά θύμηση, αλλά σκόνταφτε σ' ένα σκοτάδι αδιαπέραστο. "Πρέπει να θυμηθώ! Χθες βράδυ; Ποιο ήταν το χθες βράδυ;". Το 'ψαχνε μάταια στο αδιάλυτο σκοτάδι που της αντιστεκόταν. Μάζεψε τα λευτερωμένα χέρια της πάνω στο ξεσκέπαστο στήθος της.
      - Έλα, άσε με να σε χαζεύω, έχω αδυναμία στο βυζί, είπε ο ένας και προσπάθησε να ξεκλειδώσει τα χέρια της. Πάλι χωρίς να ελέγξει την αντίδρασή της τον σκαμπίλισε. Η παλάμη του έπεσε μανιασμένη στο πρόσωπό της δυο φορές. Ένιωσε το αίμα να κυλάει αλμυρό μεσ' στο στόμα της.
      - Μωρή καριόλα, ποιον χτυπάς;
      - Εσύ την λυπήθηκες, δεσ' τηνε τώρα.
     - Της ακινητοποίησαν πάλι τα χέρια στα λουριά. "Τα λουριά βρίσκονται στερεωμένα στο κρεβάτι. Τέλεια οργανωμένοι. Τι θα μου κάνουν όμως;". Τώρα στέκονταν μόνο οι δυο στα κάγκελα και τη χάζευαν βωμολοχώντας. Ο τρίτος, καθισμένος πλάι της της χάιδευε τα μπούτια. Με τα πουκάμισα ανοιχτά και οι τρεις, τα μανίκια ανασηκωμένα, της επιδείκνυαν τα μούσκουλά τους.
      Ποτέ δε θα ευχαριστηθείς τόσο όσο θα σε ευχαριστήσω εγώ, θα δεις...
      "Αυτή είναι η μεγαλύτερη ταπείνωση που μπορεί να υποστεί ο άνθρωπος. Δεμένος, ανήμπορος ν' αμυνθεί, στη διάθεση τριών σκουληκιών που ξερνούν απάνω σου βόθρους. Και συ, τι κάνεις εσύ; Όλα μελετημένα για να σε κουρελιάσουν. Όχι θα κρατήσω κλειστά τα μάτια μου και δε θα τους ξανακοιτάξω. Βουβή και τυφλή.".
       - Εγώ θα γαμήσω πρώτος. 
       Αυτόματα άνοιξε τα μάτια της. Ο πιο ψηλός την πλησίασε, ξεκούμπωτος, κρατώντας επιδεικτικά το φαλλό του στο χέρι. 
       - Κοίτα τι σου 'χω γω!
     - Βοήθειααα! ούρλιαξε. Η παλάμη του της έκλεισε το στόμα, ενώ με το άλλο του χέρι πηγαινόφερνε το φαλλό του στο αυτί της. Του δάγκωσε το έξω μέρος της παλάμης μ' όλη της τη δύναμη. Αυτός μούγκρισε. Ο φαλλός του έπαψε να της γαργαλάει το αυτί. Μα αυτή δεν ξέσφιγγε τα δόντια της που τα 'νιωθε να χώνουνται βαθιά στο κρέας του. Ο άλλος έσπευσε και την υποχρέωσε να τον αφήσει δίνοντάς της απανωτά σκαμπίλια. Έφτυσε με αηδία το αίμα που γέμισε το στόμα της.
      - Την ένεση ρε. Κοπάνα της την ένεση να γαμήσουμε με την ησυχία μας. Ο άλλος πλησίαζε κιόλας με μια μεγάλη σύριγγα στο χέρι. 
       - Βοήθειααα! φώναξε πάλι.
       - Σκασμός, την πρόσταξε, χωρίς να την αγγίξει, όμως. Κράτα το χέρι της, μη μου σπάσει τη βελόνα η λυσσασμένη πουτάνα!
       - Με το τσίμπημα της βελόνας, που χώθηκε βάναυσα στο μπράτσο της, είδε παλύχρωμα σύννεφα να σκεπάζουν τις μορφές τους. "Και νόμιζα", σκεφτόταν, "πως στις γερμανικές φυλακές είχα ζήσει το χειρότερο". Την ίδια στιγμή, ένας τους, αθέατος, προσπαθούσε να μπει μέσα της φωνάζοντας, "χοπ, χοπ και σ' τον φόρεσα". "Να πεθάνω, να πεθάνω", ψιθύρισε.


      Χάραζε σαν άνοιξε τα μάτια της. Ένιωθε βαριά σα σιδερένια. Χωρίς να σκέφτεται τίποτα έκανε να κινήσει τα μέλη της. Αδύνατο. Λες κι ήταν πλακωμένη από ταφόπετρα. Κοίταξε ευθεία μπροστά της στο κρεβάτι. 
     - Βοήθειααα! φώναξε κιόλας καθώς διαπίστωνε πως κάποιος κοιμόταν μπρούμυτα, μισός απάνω της και η περασμένη νύχτα ορμούσε εφιαλτική στη θύμησή της. Ο άγνωστος τινάχτηκε, μάζεψε τα βρακιά του που 'ταν κατεβασμένα στα γόνατά του και βγήκε τρέχοντας με το μέταλλο της ζώνης του να χτυπά κουδουνιστά στο πατωμα. Δεν έβλεπε την πόρτα από τη θέση που βρισκόταν το κρεβάτι της. Το τετράγωνο του κελιού άνοιγε αριστερά σε κάποιο διάδρομο. Όμως ήταν βέβαιη πως ταυτόχρονα με το άνοιγμα της πόρτας, άκουσε δύο ανθρώπινες λαλιές να ψιθυρίζουν. Κι αμέσως μια γυναίκα που θύμιζε καθαρίστρια γραφείων παρουσιάστηκε μπροστά της. 
    - Ποιος ήταν αυτός; 
    - Ποιος;
    - Αυτός που βγήκε τώρα από δω.
    - Δεν είδα κανέναν. Τι θέλετε;
    - Μ' άκουσες που φώναξα;
    - Ναι, τι θέλετε;
    - Μ' άκουσες που φώναξα, αλλά δεν είδες; Όχι; Κανέναν; 
    - Ήταν σκοτεινά. Τι θέλετε;
    - Να με λύσετε, είπε δειλά. Η νύχτα ξαναζωντάνευε φοβερή στη μνήμη της. Φοβόταν. 
    Περίμενε, έφτασα, είπε κι εξαφανίστηκε στο διάδρομο.
    "Αν ξανάρθουν θα πηδήσω από το παράθυρο". Τότε είδε τα χοντρά σίδερα που το 'κλειναν απόξω. Βρισκόταν στην ίδια εξευτελιστική γύμνια της νύχτας, με τα πόδια δεμένα πάντα κι ανοιχτά. "Πώς θα επιζήσω; Και τι άλλο θα μου κάνουν; Αυτή ήταν η αρχή. Όχι, η αρχή είναι κάποια άλλη. Χθες, προχθες... μα πώς ήταν το προχθές; Γιατί δεν το θυμάται;" Η καθαρίστρια γύρισε με μια άλλη όμοιά της. Η μια στα πόδια, η άλλη στα χέρια άρχισαν να της ξεκουμπώνουν τα λουριά.
     - Δεν επιτρέπεται να σας λύσουμε, αλλά για λίγο, να, για να στρώσουμε το κρεβάτι. 
     "Αυτό δα έλειπε να επιτρέπεται. Κι όμως μεσ' στην ουδετερότητα της φωνής νόμισε πως άκουσε και κάτι άλλο. Συμπόνια; Εμένα μου λες! Ποιος ξέρει τι βρόμες φασίστριες θα 'ναι για να δουλεύουν στις φυλακές". Τα χέρια και τα πόδια της ήταν τώρα λεύτερα, μα δεν μπορούσε να κινηθεί. Ένιωθε το κορμί της σαν ένα σακί άμμο. Όχι ακριβώς. Όταν γέννησε και τις δύο φορές, αμέσως μετά, της έβαλαν πάνω στην κοιλιά ένα μαξιλαράκι γεμάτο άμμο. Και της φαινόταν αφόρητο, καθώς ένιωθε κατακρεουργημένη. Το ίδιο και τώρα. Πάλι μονάχη όπως και στις γέννες της. Ψυχή δίπλα της. "Ξέρεις μάνα, τι λέω; Πως, σαν δεν αγάπησες το παιδί σου, το σημαδεύεις για τους μεγάλους πόνους. Δε γλίτωσα από τίποτα, εγώ, που πίστευα πως θα γίνω πολύ, πάρα πολύ ευτυχισμένη..."
     - Άντε να φέρεις καθαρά σεντόνια και μαξιλαροθήκη, γιατί τούτη είναι ματωμένη. 
     Καθώς την μετακίνησε για να τραβήξει τα βρόμικα σεντόνια, ένιωσε φοβερούς πόνους στα άκρα, τώρα που το αίμα κυκλοφορούσε. Ήθελε να της ζητήσει να την τρίψει λίγο εκεί, στις γάμπες. Μα δεν τόλμησε, φοβόταν τον εαυτό της. Έτσι και την άγγιζε κάποιο ανθρώπινο χέρι, αλίμονό της. Όποια εκδήλωση συμπόνιας θα τη διέλυε, το 'ξερε και θα ξεσπούσε σε κλάματα. Μα δεν ήταν ώρες για ευαισθησίες. Αυτό θέλουνε κι αυτοί. Η καθαρίστρια γύρισε με τα σεντόνια. Στρώσανε μετακινώντας την προσεκτικά. "Τι διάβολο; Γιατί είναι τόσο ευγενικές;".
     - Μα θέλω να πάω τουαλέτα...
     - Θα στείλω νοσοκόμο, τη βεβαίωσε η μια καθώς της ξανάδενε τα λουριά. 
   - Όχι, όχι, μη σας παρακαλώ, δε θέλω κανένα, δε θέλω τουαλέτα, ψέματα! Οι καθαρίστριες την κοίταζαν σιωπηλές.
     - Τι τη δένεις τη γυναίκα ολόγυμνη; αγρίεψε σχεδόν η μια. Πού 'ναι το νυχτικό σας;
     - Δεν... δεν ξέρω. Την νύχτα σαν ξύπνησα ήμουν έτσι...
     Το βρήκαν κάτω από την πολυθρόνα. Τη ντύσανε και της δέσανε ξανά τα λουριά. Τις είδε που 'δειχναν η μια στην άλλη τα σεντόνια, όπως τα μάζευαν. Νόμισε πως άκουσε έναν ψίθυρο, "γουρούνια", καθώς εξαφανίστηκαν προς το διάδρομο. "Και, τι ωφελούσε πια; Εγώ είμαι ένας άνθρωπος σακατεμένος. Κάθε άνθρωπος που έχει εξευτελιστεί, ναι, γίνεται ανάπηρος. Είμαι ανάπηρη. Εγώ που φύλαξα μια ζωή τη θαυμαστή χωριατιά μου και τη  μετουσίωσα τελικά σε περιφρόνηση για τη δειλία των ανθρώπων... και να, να τώρα." Μια θριαμβευτική ακτίνα ήλιου όρμησε από το μεγάλο καγκελόφραχτο παράθυρο κι απλώθηκε βελούδινη στο πρόσωπό της. Πρέπει να βρίσκεται ψηλά γιατί ο ουρανός είναι κοντά της. Πρώτη φορά ύστερα από χρόνια που δε χαμογέλασε στο αντίκρισμά του. Bonjour mon vieux, του 'λεγε κάθε πρωί, από τότε που γύρισε στην Αθήνα, αφού έζησε καιρό στο Παρίσι. Αυτή ήταν η προσευχή της. Στον ήλιο και στον ουρανό πίστευε πως χρωστούσε την ψυχή της. Τώρα φοβόταν. Δεν ήξερε πώς και πόσο θ' άντεχε αν τη χτυπούσαν ή τη βασάνιζαν. Αλλά σίγουρα δεν άντεχε να ξαναζήσει τον εξευτελισμό της περασμένης νύχτας. "Θα τρελαθώ", ψιθύρισε. Ξαφνικά τους είδε. Δεν ήρθαν από πουθενά. Πώς βρέθηκαν εκεί; Θέλουν να την τρελάνουν, αυτό είναι. Πάλι στα πόδια του κρεβατιού στημένοι. Πάλι τρεις. Μα είναι άλλοι αυτοί, ολότελα διαφορετικοί από τους βασανιστές της νύχτας. Ένας μεσήλικας με γυαλιά και μούσι, κομψός, ραφινάτος, μια γυναίκα πανάσχημη κι ένας νεώτερος, το ίδιο κομψός με τον πρώτο. Στέκουν εκεί, ακίνητοι, βουβοί και την κοιτούν και οι τρεις, ίσια μεσ' στα μάτια. Μα είναι αληθινοί. Σαν τους εφιάλτες του πυρετού, άγνωστα, άγρια σιωπηλά πρόσωπα, ακίνητα. Ανοιγόκλεινε τα μάτια. Μα είμαι ξύπνια! Ναι, ναι κι έχω πανικοβληθεί. Η γυναίκα, βλοσυρή έσφιγγε στο ανύπαρκτο στήθος της ένα ντοσιέ. Και τόσο άσκημη όσο η εχθρότητα των ματιών της. Από πού μπήκαν, πότε; Τι θα μου κάνουν τώρα; Γιατί με κοιτούν έτσι, αμίλητοι και παγεροί, σα μάσκες;
      - Πώς λέγεστε; ρώτησε η γυναίκα.
      - Λιλή Ζωγράφου.
      - Τα εξώφθαλμα μάτια της μένανε καρφωμένα απάνω της σαν απειλή που εκκρεμεί. Χωρίς να ξέρει γιατί, σύνδεσε τούτη τη γυναίκα με τη φοβερή νύχτα που πέρασε. Τότε άκουσε τον εαυτό της να λέει:
   - Εσύ δεν ξέρω πώς λέγεσαι. Αλλά πιστεύω πως θα 'σαι πολύ δυστυχής που δεν έζησες στη Γερμανία του Χίτλερ κι έχασες έτσι την ευκαιρία να κάμεις αμπαζούρ από ανθρώπινο δέρμα.
      - Οι τρεις, χωρίς καμιά κίνηση συνεννόησης, έκαναν αυτόματα μεταβολή σαν κουρντισμένοι και βγήκαν ο ένας πίσω από τον άλλον. Φαντάσματα! Χάθηκαν σα φαντάσματα. Πώς ήρθαν, πώς χάθηκαν; Αν με συλλάβανε... αλλά πότε; Κι αφού δε θυμάμαι το χτες, γιατί να 'ναι πραγματικοί άνθρωποι τούτοι δω; Μα μου μίλησε... Είπα τ' όνομά μου. Θέλουν να με πανικοβάλουν, αυτό είναι, γι'αυτό παίζουν τα φαντάσματα.
       Ανατρίχιασε καθώς άκουσε την πόρτα ν' ανοίγει. Μια τρεμούλα τη διαπέρασε. "Μου στέλνει τους βασανιστές ". Τώρα θα λιποθυμούσε. Ένας νεαρός με λευκή μπλούζα και δειλό χαμόγελο εμφανίστηκε μπροστά της. Το πρόσωπό του είχε μια ευγένεια, τα μάτια του την κοίταζαν φιλικά.
       - Ζητήσατε να πάτε τουαλέτα. Να σας βοηθήσω;
      Τον παρακολούθησε απελπισμένη όσο της έλυνε τα λουριά. Άλλος πάλι αυτός.
    - Να σηκωθούμε τώρα; Την κατέβασε προσεκτικά από το κρεβάτι. Καθώς στάθηκε όρθια, το δωμάτιο γύρισε ανάποδα. Πρόλαβε και την έβαλε μαλακά στην πολυθρόνα. Πήρε τη ρόμπα της και τη σκέπασε. Πώς βρέθηκε εδώ η ρόμπα της; 
       - Νιώθετε καλύτερα κυρία Ζ; Φυσικό είναι να ζαλιστείτε ύστερα από τόσες μέρες στο κρεβάτι... Η φωνή του γεμάτη έγνοια τη ζέστανε. Τον κοίταξε. Ένα ευγενέστατο παιδί, γύρω στα είκοσι πέντε.
       - Πόσες μέρες; 
       - Τέσσερις. Σήμερα είναι η πέμπτη. Αλλά τώρα ευτυχώς είστε καλά. Την πήγε προς την τουαλέτα, στο μικρό διάδρομο που βρισκόταν και η πόρτα. Αντίκρισε ένα πλήρες μπάνιο. 
    - Μπορώ να κάνω ένα ντους, σας παρακαλώ, αφήστε με! Οι φρουροί πλάγιασαν απάνω μου. Δαγκώθηκε. Της συνέβαινε κάτι παράξενο. Το παρατήρησε από χθες το βράδυ. Δεν προλάβαινε να ελέγξει ούτε τα λόγια ούτε τις χειρονομίες της. 
       Ο νεαρός χλώμιασε και δάγκωσε τα χείλη του. Την κοίταξε στα μάτια.
       - Εσείς; Σε σας; Το κάνουν επίτηδες...
       - Ποιος είστε;
     - Ένας φοιτητής, της ιατρικής. Αλλά έχω ανάγκη να εργαστώ... βρήκα αυτή τη θέση, τι να κάνω; Ρωτούσε σα να της ζητούσε συγγνώμη. Αλλά εσείς! Σας γνωρίζω, σας έχω διαβάσει. Όλα όσα έχετε γράψει τα ξέρω. Σας αγαπώ πάρα πολύ και...
       - Αλήθεια; Τότε πέστε μου, σε ποια φυλακή βρίσκομαι;
     - Φυλακή; Μα εδώ είναι κλινική. Ψυχιατρική κλινική. Η κλινική Κασταλία στη Γλυφάδα. 
       - Κλινική; Εγώ; Γιατί;
       - Μα δε θυμάστε κυρία...
       - Όχι, τι;
     - Αποπειραθήκατε να αυτοκτονήσετε πριν πέντε μέρες. Την προπαραμονή της πρωτοχρονιάς. Να σας ευχηθώ πρώτος ευτυχισμένο το 1973. 
       Τα σβησμένα γεγονότα όρμησαν στο μυαλό της που φωτίστηκε μονομιάς. Μα τα 'διωξε με τα κίνηση της κεφαλής. 
       - Είπατε κλινική; Ιδιωτική, θέλετε να πείτε;
       - Μα βέβαια. Από τις ακριβότερες. Δεν κοιτάτε γύρω σας; Έχετε ένα μικρό διαμέρισμα. Με το μπάνιο σας, τι θα γύρευε η επίπλωση σε μια φυλακή. Βρίσκεστε στην πρώτη θέση... με καλοριφέρ φουλ!
     - Δεν την ένοιαζε που το μυαλό της όλες αυτές τις ώρες δεν είχε κάνει τους απαραίτητους συνειρμούς, πράγμα που σήμαινε πως δε δούλευε ξεκάθαρα. Τον έπιασε από τους ώμους και τον τράνταξε άγρια.
       - Λέτε αλήθεια; 
    - Μην ταράζεσθε σας παρακαλώ κυρία Ζ. Δείτε την πολυθρόνα. Δεν είναι φυλακή. Αλλά μη φωνάζετε, θα τους δώσετε ευκαιρία...
     - Και οι τρεις; Θέλετε να πείτε πως οι τρεις που με βασάνισαν τη νύχτα, δεν ήταν της Ασφάλειας; Δεν ήταν επίσημοι βασανιστές της ΕΣΑ; Είπατε πως βρίσκομαι πρώτη θέση. Δηλαδή πληρώνω εγώ ή κάποιος δικός μου, δεν έχει σημασία, και με βίασαν τρεις αλήτες, τη νύχτα...
       - Σας ικετεύω, ηρεμήσετε. Μην το ξεστομίσετε άλλη φορά. 
       - Γιατί; Ποιοι ήταν; Πείτε μου.
       - Δεν ξέρω, δεν, μα νομίζω πως πρέπει να 'ταν οι δεσμοφύλακες που επιτηρούν τους τρελούς. 
      - Δεν είναι δυνατό, είπε. Γύρισε απότομα προς το κρεβάτι  της. Ο τοίχος ήταν πιτσιλισμένος με αίμα. Τον πήρε από το χέρι. 
       - Το βλέπεις; Μου άνοιξαν τη μύτη. Τα σεντόνια και τα μαξιλάρια μου ήρθαν και μου τ' άλλαξαν πριν φέξει καλά καλά. Μα τούτα μείνανε... Δεν μπορείς να φανταστείς τι έγινε δω χθες βράδυ.
       Ο νεαρός μόνο που δεν έκλαιγε.
       - Σας παρακαλώ ηρεμήσετε. Σας παρακαλώ μη με προδώσετε, αλλά πρέπει να προσέξετε. Θέλουν να σας τρελάνουν, γι' αυτό γίνανε τα χθεσινοβραδινά. Μη με προδώσετε, αλλά δεν πρέπει με κανένα τρόπο να δεχτείτε να σας κάνουν ενέσεις. 
       - Γιατί;
       - Θέλουν να σας αναστατώσουν με το ντοπάρισμα για ν' αντιδράσετε έξαλλα, ώστε να σας κρατήσουν εδώ, όσο περισσότερο μπορέσουν σαν τρελή. 
       - Ποιοι το θέλουν; Πείτε μου κάτι, τι εννοείτε με τις ενέσεις; Το πρωί μ' επισκέφτηκαν τρεις άλλοι φοβεροί... φοβάμαι. Δεν ξέρω αν ήταν αληθινοί ή πλάσματα της φαντασίας μου... δε μιλούσαν, μόνο με κοίταζαν. Τώρα που λέτε για τις ενέσεις... Μήπως έχω παραισθήσεις;
       - Πώς ήταν; 
       - Μια γυναίκα πολύ άσκημη κι ένας μεσήλικας.
       - Με μούσι και γυαλιά;
       - Ναι, κι ένας άλλος νεώτερος...
       - Μη φοβάστε δεν έχετε παραισθήσεις. Είναι οι ιδιοκτήτες της κλινικής.
       - Δεν ήταν ανακριτές; Οι ιδιοκτήτες; Και είναι δω, εδώ μέσα;
       - Μάλιστα! Ο διευθυντής, αυτός με το μούσι, βρίσκεται τώρα κάτω στο γραφείο.
       - Και είναι γιατρός; 
       - Ναι, ψυχίατρος, ο Λυμπέρης.
       - Σας παρακαλώ νεαρέ, θα με πάτε στο γραφείο του, τώρα, αμέσως.
      - Και γω σας παρακαλώ μη με πιέζετε, γιατί δεν μπορώ να σας αρνηθώ τίποτα. Ξέρετε πόσο σας θαυμάζω... Θα με διώξουν. Τι θα του πείτε;
      - Όλα όσα γίνανε τη νύχτα. Ακούστε με, νεαρέ. Αν ξαναπεράσω μια νύχτα σαν τη χθεσινή, τώρα που ξέρω πως δε βρίσκομαι σε φυλακή, θα τρελαθώ πραγματικά. Είπατε πως με θαυμάζετε;
       - Απεριόριστα! Ξέρω απ' έξω πολλά κείμενά σας. 
       - Δε μου χρειάζεται. Σας ζητώ να με λυπηθείτε. 
       - Δε θα με προδώσετε.
       - Μην ανησυχείτε.
       Της φόρεσε τη ρόμπα της και την έβγαλε στο διάδρομο. Κατέβηκαν τη σκάλα και βρέθηκαν σ' ένα μεγάλο χώρο που θύμιζε χολ πολυτελούς ξενοδοχείου.
       - Εκεί, της έδειξε μια πόρτα. Και προσοχή της ψιθύρισε. Να είστε πολύ ήρεμη.
       Χτύπησε την πόρτα, την άνοιξε και μπήκε. Ο μουσάτος καθόταν σ' ένα μεγαλοπρεπές γραφείο. Σηκώθηκε μόλις την είδε.
       - Κυρία Ζ...
       - Ώστε υπάρχετε;
       - Δε σας καταλαβαίνω, τι θέλετε να πείτε; 
    - Ότι δεν είστε φάντασμα! Η συμπεριφορά σας το πρωί που μ' επισκεφτήκατε ήταν τόσο απάνθρωπη, που φοβήθηκα πως είστε πλάσμα της φαντασίας μου.
       - Καθίστε παρακαλώ.
       - Δεν είστε ούτε βουβός!
       - Μα τι λέτε;
       - Και τώρα για πέστε μου, με ποια ιδιότητα διευθύνετε την κλινική.
       - Είμαι ψυχίατρος.
       - Το ίδιο και ο νεαρός και η κυρία που σας συνόδευαν; 
       - Μάλιστα.
    - Και... τη στιγμή που σταθήκατε πάνω από το κρεβάτι μου, γνωρίζατε ότι αποπειράθηκα να αυτοκτονήσω πριν πέντε μέρες παίρνοντας μια γερή δόση βαρβιτουρικών;
       - Βεβαίως!
      - Και αν δεν κάνω λάθος, οι δικοί μου, όποιοι μ' έφεραν εδώ τέλος πάντων, πληρώνουν πόσα για την ακρίβεια;
       - Ας πούμε χίλιες δραχμές τη μέρα. 
    - Ωραία! Και σήμερα με βρήκατε για πρώτη φορά ξύπνια με τις αισθήσεις απόλυτα αποκαταστημένες. Και δεν βρήκατε, τρεις ψυχίατροι, ούτε μια λέξη να πείτε, ούτε καν καλημέρα, όχι στον άνθρωπο, μα στον πελάτη σας που αναστήθηκε. Ύστερα μάλιστα από τέτοιο κλονισμό που πρέπει να πέρασε! Ούτε καλημέρα!
        - Δεν το συνηθίζομε ξέρετε...
       - Ξέρω, ξέρω, όπως ξέρατε και σεις τι θα σας απαντούσα αν με ρωτούσατε πώς αισθάνομαι. Γιατί λοιπόν ν' ακούσετε κάτι, που γνωρίζατε πολύ καλά, αφού σεις οι ίδιοι είχατε δώσει την εντολή να συμβεί; 
       - Δε σας καταλαβαίνω.
       - Θέλετε να πείτε ότι με δική τους πρωτοβουλία οι δεσμοφύλακές σας, δένουν τις ασθενείς σας και τις βιάζουν;
       - Βιάζουν; Ποιοι;
       - Αγαπητέ κύριε, ήμουν είκοσι και ενός χρόνων σαν με κλείσανε οι Γερμανοί φυλακή και δε μου συνέβη κάτι παρόμοιο. Και σήμερα στα πενήντα μου χρόνια, λυγίζω. Γιατί η χούντα μ' έχει καταδικάσει σε ανεργία, σε απομόνωση, γιατί η μια ταπείνωση σέρνει από πίσω της δέκα άλλες, γιατί δεν πιστεύω πως ο κόσμος θ' αλλάξει αν χαθώ όπως δεν αλλάζει επειδή ζω. Και αποφασίζω να τερματίσω τη ζωή μου. Και διαλέγετε σεις την ώρα που υποτίθεται πως σώζομαι, τη στιγμή δηλαδή που αφυπνίζομαι από έναν προσωρινό θάνατο, να βρεθώ στα χέρια τριών σαδιστών που με γδύνουν και με βιάζουν. Στα πενήντα μου χρόνια. Ύστερα από μια αυτοκτονία. Και...
       Ο γιατρός είχε κρύψει το κεφάλι μεσ' στις παλάμες του. Τον έπιασε από τους καρπούς.
       - Σας παρακαλώ, διαψεύστε με. Πέστε μου πως δε βρίσκομαι σε κλινική. Βεβαιώστε με πως είναι φυλακή εδώ. Και πως εσείς είστε όργανα της χούντας.
       - Μα πώς φανταστήκατε... Σας παρακαλώ, με θίγετε!
       - Σας βεβαιώνω ότι είναι καλύτερο. Για μένα. Δεν αρκεί ότι επιζώ. Πρέπει να ξανασυνδεθώ με τη ζωή και τους ανθρώπους. Η χούντα έχει μια δικαιολογία να μας βασανίζει και να μας ταπεινώνει. Και αυτή της η συμπεριφορά μας ξυπνά την αντίδραση και την άμυνα. Αλλά αν εσείς δεν είστε χούντα και είστε μόνο άνθρωποι και επιπλέον επιστήμονες, εγώ τι θα κάνω; Πώς θα επιβιώσω; Όταν ύστερα από πέντε μέρες ανυπαρξίας ξυπνώ κι αντί να βρω δίπλα μου μια νοσοκόμα, μια καθαρίστρια έστω, βρίσκομαι δεμένη ολόγδυμνη, αληθινά γιατρέ, ποιοι ήταν αυτοί, τα τρία χτήνη...
       - Πού θέλετε να ξέρω...
    - Φωνάξετε γρήγορα την καθαρίστρια να φέρει τα σεντόνια που μου άλλαξε, γιατί εσείς δε με πιστεύετε, το βλέπω.
       - Άλλες αποδείξεις δεν έχετε;
      - Άλλες αποδείξεις; Μα πρέπει να βρούμε αυτούς τους τρεις. Ο ένας απ' αυτούς έχει τραυματισμένο το χέρι. Του ' κοψα με τα δόντια μου το έξω μέρος της παλάμης του. Μα χτυπήστε λοιπόν το κουδούνι!
       - Δε χρειάζεται, σας πιστεύω.
       Με πιστεύετε; Ώστε ξέρετε... Σήκωσε το κεφάλι του, έφτιαξε τα γυαλιά του και τη ρώτησε με ύφος εμπιστευτικό.
       - Κατά τη γνώμη σας, ποιος νομίζετε πως φταίει για όλα αυτά;
       - Ποιος άλλος από σας;
      - Εγώ, όλα εγώ, μα πού να τα προλάβω όλα; Έχω βλέπετε το νοσοκομείο, έχω τούτη την κλινική, έχω και το παράρτημά της.
       - Μα εσείς δεν είστε γιατρός, είστε Μαρινόπουλος, άκου παράρτημα...
       - Αφού δε χωράγανε οι ασθενείς εδώ; Υποχρεωθήκαμε λοιπόν να νοικιάσουμε ένα...
     - Και μένα; Κοιτάξτε με, μα κοιτάξτε με λοιπόν, δείτε τον τρόμο των ματιών μου. Μυρίστε τη βρόμα που βγαίνει από το κορμί μου, εμένα... θα μπορούσα βέβαια να καλέσω τον εισαγγελέα. Μια αναμέτρηση τόσο άνιση όμως θα κατέληγε σε βάρος μου. Είδα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Εσείς θα σταθείτε απέναντί μου, κομψός, καλοχτενισμένος, με την άψογη γραβάτα σας...
        Ο γιατρός έφτιαξε τον κόμπο της γραβάτας του, "όχι δα, υπερβάλλετε"...
       - Καθόλου μάλιστα, και σα ένας φτασμένος επιστήμονας, με τόσα πριζουνίκ, ποιος δε θα σας πιστέψει; Σα να σας ακούω... μ' ένα ύφος γεμάτο επιείκια, είναι φυσικές οι παραισθήσεις, κύριε εισαγγελέα, θα πείτε, τα βαρβιτουρικά ξέρετε δημιουργούν παρόμοιες καταστάσεις... και κείνο το τέρας η συνέταιρός σας, αυτή τη φοβάμαι, δεν το 'χει τίποτα να βεβαιώσει πως είμαι τρελή, με αλαφριά καρδιά...
       - Μα τι λέτε, πώς θα μπορούσε, μια τόσο γνωστή συγγραφέας σαν και σας!
    - Συγγραφέας! Εγώ; Ένας απόπατος της Ομόνοιας, αυτό είμαι, αυτό με καταντήσατε, αλλά το πρόβλημα δεν είμαι πια εγώ.  Οι άλλοι όμως; Οι απληροφόρητοι. Που εμπιστεύονται στα χέρια σας τους δικούς τους για να τους σώσετε, αυτοί οι άλλοι...; Εγώ την πέρασα τη νύχτα της κόλασης που μου επιφυλάξατε και την άντεξα γιατί... Μια σκέψη τη σταμάτησε. "Δεν πρέπει να του πως νόμιζα πως βρισκόμουν στη φυλακή. Θα το χρησιμοποιήσει για ν' αποδείξει πως, όχι, προσοχή".
       - Γιατί, σας ακούω.
     - Γιατί δε με ξέρετε γιατρέ, με συγχωρείτε, κύριε πριζουνίκ, είμαι δυνατή εγώ, απόδειξη πως μπορώ να πεθάνω όταν το αποφασίσω. Δεν έχει σημασία που απότυχα...
    - Όχι βέβαια, έχομε ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που σώζονται από μια οποιαδήποτε σύμπτωση...
       - Και τι τους κάνετε, αφού σωθούν, προκειμένου να παρατείνετε τη διαμονή τους εδώ; Γιατί βέβαια όσο κι αν παραπονεθούν, ποιος θα τους πιστέψει; Όταν αυθεντίες σαν και σας  και τη συνιδιοκτήτριά σας, αλήθεια, πώς λέγεται η κυρία;
       - Δημάκου. Κυρία Δημάκου.
     - Α, μπράβο, η κυρία Δημάκου, που πιστεύω πως είναι ο ιθύνων νους της κλινικής σας... όταν λοιπόν έχετε τέτοια άλλοθι για τα εγκλήματά σας! Επιστήμονες, ψυχίατροι! Πώς να αμυνθεί κανείς; Ωστόσο σας ευχαριστώ. Μου δώσατε ένα όπλο, όχι, έναν προορισμό, που θα με βοηθήσει να ξαναγυρίσω στη ζωή. Γι' αυτούς τους άλλους που πέφτουν στα χέρια σας ανυπεράσπιστοι, γι' αυτούς θ' αγωνιστώ μόλις βγω από δω μέσα.
      

     - Μα γιατί μ' εγκαταλείψατε έτσι, γιατί, ρωτούσε την αδερφή της κλαίγοντας. Πώς με φέρατε δω μέσα; Ξέρετε τι είναι δω μέσα;
       - Έλα σε παρακαλώ, σύνελθε. Εδώ είναι μια θαυμάσια κλινική. Πού ήθελες να σε πηγαίναμε;
     - Ξέρεις τι είναι εδώ; Ξέρεις ότι βρέθηκα δεμένη ολόγυμνη, με τρεις φοβερούς γορίλες αποπάνω μου... με βίασαν...
       - Χρυσή μου, φοβάμαι πως έχουν δίκιο οι γιατροί της κλινικής που μας βεβαιώνουν ότι τρελάθηκες. Η κλινική που σε φέραμε είναι πολύ καθωσπρέπει , γι'αυτό είναι και πανάκριβη. Ξέρεις ότι πληρώνουμε χίλιες διακόσιες τη μέρα; Δε συμβαίνουν τέτοια πράματα σε τέτοιες πολυτελείς κλινικές... Φοβάμαι πως η φαντασία σου οργιάζει...
       - Λες;
    - Βέβαια, γι' αυτό και οι γιατροί εδώ δε δέχονται να σου δώσουν εξιτήριο.Αρνούνται να υπογράψουν, αν δεν κάνεις την απαιτούμενη κούρα.
       - Θέλεις να πεις πως θα μ' αφήσετε μέσα δω... Μα τι κούρα, γιατί;
       - Ένας άνθρωπος υγιής, χρυσή μου, δεν αυτοκτονεί, το καταλαβαίνεις... Δεν αναλαμβάνουν λοιπόν την ευθύνη να σ' αφήσουν να κυκλοφορείς ελεύθερη αν...
       - Αν τι; Μα λέγε λοιπόν!
       - Αν δεν κάνεις πρώτα, λένε οι γιατροί, μερικά ηλεκτροσόκ.
       - Πόσα δηλαδή;
       - Καμιά εικοσαριά!
       - Α, τόσα μόνο! Και σεις δεχτήκατε;
     - Κοίτα, επειδή στοιχίζουν πολύ αποφασίσαμε να τα κάνεις κάπου αλλού. Τους είπαμε λοιπόν να μας δώσουν μια έγγραφη βεβαίωση.
       - Πως χρειάζομαι ηλεκτροσόκ;
     - Ναι. Αλλά δε μας δίνουν τέτοια βεβαίωση. Μας είπαν όμως ότι μπορούμε να καλέσουμε έναν ψυχίατρο της εκλογής μας και αν εκείνος σε βρει καλά, να σε βγάλουμε υπ' ευθύνη του.
       - Μπράβο! Τουλάχιστον τους στριμώξατε...
       - Εμείς; Οι άνθρωποι είναι ευγενέστατοι.
       - Ασφαλώς! Αλλά γιατί δε σας υπογράφουν ότι είμαι τρελή;


       Ένας γλυκύτατος άνθρωπος γύρω στα σαράντα, σαραντα πέντε καθόταν απέναντι στο κραβάτι της, ήρεμος, φιλικός.
      - Έτσι κι αλλιώς δεν έχω καμιά ελπίδα. Θα σας μιλήσω λοιπόν, όπως θέλω, όπως αισθάνομαι. Εδώ είναι λυκοφωλιά, έξω η ζούγκλα, οι φίλοι μου μ' εγκαταλείψανε...
     - Δε σας εγκατέλειψε κανείς. Απλώς απαγορεύουν τις επισκέψεις, γιατί ισχυρίζονται πως ταράζεστε. Λοιπόν, σας ακούω.
     - Τη χαριστική βολή μου την έδωσε το Μπαγκλαντές. Ξέρω, δε θέλω, μα ξέρω πως οι αδύνατοι λαοί δεν έχουν πια ελπίδα. Ήταν και οι γιορτές, δε λέω. Τίποτα δεν καταστρέφει αυτό το τυραννικό όραμα της ευτυχίας που αντικρίσαμε κάποτε μέσα από τα παιδικά μας μάτια. Πώς ξεκίνησα έτσι, με κείνη την αλαζονική σιγουριά, πως κάποτε θα γίνω ευτυχισμένη. Αυτό το γαλάζιο που έπλεα μέσα του δε μου το διάλυσε η πρώτη αφύπνιση της συνείδησης, της παρατήρησης. Όχι, έλεγα, εγώ θα γίνω ευτυχισμένη. Πώς, από ποιον, εξαιτίας τίνος πράγματος, ανθρώπου, γεγονότος... Οικογένεια, αγάπη, παιδιά, απ' όλα γεύτηκα, εγκατέλειψα συζύγους, μ' εγκαταλείψανε εραστές, χτυπιόμουνα, υπόφερα και πάντα το ήξερα πως δεν μπορούσα να μοιραστώ τη ζωή μου μόνιμα με κάποιον άλλον. Να την προσφέρω, ναι, με πάθος, πίστευα στα πάντα, φώλιαζα, παντρευόμουνα, γεννούσα και τα κατέστρεφα όλα, πάλι από το πάθος της ευτυχίας. Και ξημερωνόμουν Χριστούγεννα και προσπαθείς να ζεσταθείς με το λάβαρο της ανεξαρτησίας σου, μα η εικόνα των Χριστουγέννων είναι οι άλλοι, μαζεμένοι γύρω από ένα ολόλαμπρο τραπέζι, τα γυαλιστερά φορέματα, οι θαυμαστές μυρωδιές των φαγητών, τα χαρούμενα μάτια. Δε θέλω να με καλούν στα ρεβεγιόν τους, φοβούμαι πως έχουν υποψιαστεί την ερημιά μου και με λυπούνται. Μη συγχέουμε την ερημιά και τη μοναξιά. Τη μοναξιά τη διαλέγουμε. Την ερημιά τη δημιουργεί η απουσία ή η εγκατάλειψη εκείνων που αγαπούμε. Ήθελα να γλιτώσω κι από την πρόσκληση της παραμονής. Τον λατρεύω το Θοδωρή, το φίλο που με κάλεσε. Έχω χάσει πολύ χρόνο της ζωής μου για τους φίλους μου. Ξέρω τόσο καλά τη μοναξιά και ποτέ δεν τους αρνήθηκα τον εαυτό μου αν τον χρειάζονται. Αλλά δε θα 'λειπα από ένα πάρτυ, κανείς δε θα μ' αναζητούσε. Εξάλλου με είχαν πια εγκαταλείψει χιλιάδες πλάνες, εκτός από μια βεβαιότητα. Δε φοβήθηκα ποτέ το θάνατο. Ζούσα σαν αιώνια και ταυτόχρονα σα να μην υπήρχε αύριο. Η απληστία μου για χαρά έπρεπε να κορεστεί στο σίγουρο σήμερα. Μα σας έλεγα για το Μπαγκλαντές. Έχει πολύ σημασία αυτό. Να μην αντέχεις άλλο να σκέφτεσαι. Ήξερα πώς γεννούνε  οι γυναίκες. Ήξερα πώς πεινούνε οι άνθρωποι. Πώς εγκαταλείπονται οι εραστές. Ήξερα ακόμη πώς αγωνίζονται οι λαοί ν' αποτινάξουν κάποιο ζυγό. Κι ήρθε το Μπαγκλαντές. Όχι δεν ήθελα πια να ξέρω. Σ' αυτή την ηλικία πώς να ζήσει ο άνθρωπος χωρίς ελπίδα; Μη γελάσετε.
       - Δε γελώ, συνεχίστε.
   - Και μονομιάς ένιωσα ανυπόφορα κουρασμένη. "Πενήντα Γάλλοι διανοούμενοι υπέγραψαν διαμαρτυρία για τα βασανιστήρια στην Ελλάδα", έτσι γράφανε οι εφημερίδες. Όταν πήρα το γαλλικό Εξπρές - τότε δούλευα ακόμη και μπορούσα ν' αγοράζω ξένα περιοδικά και διάβασα την πρώτη αφήγηση του Κοροβέση,  μπορεί και να τρελάθηκα τότε και να 'χουν δίκιο. Θαρρώ ήταν του αγίου Νικολάου. Ήμουν καλεσμένη σ' ένα φίλο που γιόρταζα. Πήρα το περιοδικό και πήγα σπίτι του, το 'νιωθα πως είχα πυρετό. Τους βρήκα στο τραπέζι, ολόασπρα τραπεζομάντηλα, πιατέλες ζεστές, κάτι κούκλες με τις γούνες τους και θαυμάσια ντεκολτέ, τα βραχιόλια της μιας κοπελιάς κουδούνιζαν, τα γέλια κουδούνιζαν και γω, "ακούστε παιδιά, ακούστε", κι άρχισα να μεταφράζω χωρίς ανάσα. Δεκάξι σελίδες, ε; Κανείς δεν ήθελε να υποφέρει, όλοι θέλανε να με διαολοστείλουνε, αλλά ντρεπόντουσαν. Και γω συνέχιζα αμείλικτη. Οι κοπέλες παίζανε με αμηχανία τις αλυσίδες στο λαιμό τους, με μάτια παγωμένα και πρόσωπα ακίνητα για να κρατήσει το μεηκάπ, να μην μπαγιατέψει, δεν ακούανε, δε θέλανε ν' ακούσουν. Λέω πως η καινούρια μόδα που ήρθε, ξέρετε, τα ασουλούπωτα μακριά φορέματα, τα άβαφτα πρόσωπα, η κατάργηση των τακουνιών, μας πάει. Μετά το πλήγμα που συφόριασε την Ελλάδα, η λιτότητα της εμφάνισης θεωρήθηκε αναγκαία σε παγκόσμια κλίμακα, γιατί η παλιά επιδεικτική κοκεταρία δεν ταιριάζει σε μια πένθιμη εποχή που έχει και παγκόσμιο αντίκτυπο. Με κάλεσε μια μέρα η Βιργινία Τσουδερού την ξέρετε, πολύ αξιόλογη γυναίκα. Ήθελε να υπογράψω μια έκκληση στον Πατριάρχη για την αποφυλάκιση μιας κυρίας. "Γιατί φυλακίστηκε η γυναίκα Λιλή μου, ξέρεις; Από αγάπη στον άντρα της. Τίποτα άλλο δεν έκανε Τόλμησε όμως να καταγγείλει τη χούντα που βασάνιζε τον άντρα της, με αποτέλεσμα να την συλλάβουνε και κείνη", μου 'λεγε πολύ συγκινημένη η Βιργινία. Η καημένη η Βιργινία. Όλες εμείς που δε στεριώσαμε κοντά σε κανένα άντρα θαυμάζομε απεριόριστα αυτές τις Πηνελόπες. Τι μύθος κι αυτός! Της Πηνελόπης! Ξέρετε ότι ο Παυσανίας βρίσκει τον τάφο της στην Μαντινεία, όπου κατέληξε διωγμένη από τον Οδυσσέα για την ερωτική της δραστηριότητα κατά την απουσία του, που είχε σαν αποτέλεσμα να τη βρει γκαστρωμένη, σαν γύρισε. Λέγεται μάλιστα πως γέννησε τον Πάνα τότε. Από το Παν-πάντες, όλων των μνηστήρων καρπός. Ξέρετε, η χούντα επιτρέπει στους κρατούμενούς της να διαλέξουν με ποια πολιτική ομάδα θα συμβιώσουν στη φυλακή. Και μια κι όλες οι πολιτικές κρατούμενες ανήκαν σε προοδευτικές, τουλάχιστον, ιδεολογίες η κυρία που έπρεπε να υπογράψουμε για να λευτερώσουμε, διάλεξε τις ποινικές, πουτάνες, φόνισσες, κλέφτρες. Διάβαζα προ ημερών γιατρε την εκδοχή ενός ξένου επιστήμονα. Δεν αποκλείεται, έγραφε, οι άνθρωποι που κινούνται πάνω στο φλοιό της γης να 'ναι μορφές εντόμων, όπως τα παράσιτα που ζουν πάνω στο κορμί της φάλαινας και στα μεγάλα κήτη γενικά. Αν λοιπόν είμαι ένα έντομο, είναι κουσούρι να υποφέρω. Να υποφέρεις για να περισώσεις τι, ποιον; Λες και οι μοναδικοί θησαυροί που διαθέτουμε, εμείς οι Έλληνες, οι Ιταλοί, οι Ίνκας, οι Αιγύπτιοι δεν είναι παρά ερείπια μεγάλων πολιτισμών. Κειμήλια, ναι, κειμήλια, αλλά τίνος, ποιων; Των σκλάβων που τα χτίσανε και των εγκληματιών, των βιαστών της ανθρώπινης ελευθερίας που τα καταστρέψανε. Απ' όπου κι αν τα πιάσεις βρομάνε. Εγώ που διακινδύνευσα δοκιμάζοντας όλες τις εκδοχές της πιθανολογούμενης ελευθερίας ξέρω πως η μοναδική αυθεντική λευτεριά, που είναι δυνατό να γνωρίσει ο άνθρωπος, είναι το διάστημα που τον χωρίζει από το θάνατο, αν τον αποφασίσει ο ίδιος. Πως αλαφραίνει το κορμί! Θυμάμαι πώς περπατούσα γαλήνια μεσ' στο σπίτι. Ένιωθα ανακούφιση που θα γλίτωνα την πείνα μια και δε θα ζούσα ως την επομένη το βράδυ που θα 'πρεπε να περιμένω για να φάω στου Θοδωρή. Και μονομιάς να νιώθεις έναν απέραντο οίκτο για το κορμί σου και ν' αρνιέσαι να το τυραννάς άλλο, υποβάλοντάς το στην έσχατη ταπείνωση, της πείνας. Ν' ανακαλύπτεις πως αποχτηνώθηκες καθώς δεν ακούς πια άλλη φωνή να ξεπηδά από μέσα σου, παρά, πεινώ, να φάω... χρόνια στέρησης και πειθαρχίας. Είναι αυτό ελευθερία; Και δε στερήθηκα για πρώτη φορά επειδή με καταδίκασε η χούντα σε ανεργία! Όχι! Είκοσι εφτά χρόνια τώρα, απ' όταν αντάρτεψα εγκαταλείποντας την οικογένειά μου και νομοθέτησα τη ζωή μου, περπατώ σ' ένα τεντωμένο σκοινί. Και οι ακροβάτες ξέρετε πρέπει να 'ναι νηστικοί για να 'ναι κι ανάλαφροι κάνοντας το νούμερό τους. Αυτό το ' λεγα ελευθερία. Την ισόβια πείνα μου. Για πόσα πράγματα δεν έπεισα τον εαυτό μου πως είναι περιττά. Και πότε χόρτασα;... Πάει καιρός από τότε που άρχισα να λυπάμαι τον εαυτό μου. Έβλεπα την εικόνα μου σε μια στάση ανάπαυσης, με το κορμί ξαπλωμένο, που τίποτα πια δεν το πονάει, δεν το ερεθίζει. Αυτό το γενναίο κορμί, το θαρραλέο, που άντεξε τα πάντα, που τ' άκουσε όλα τα μηνύματα και μου 'φερε άλλα τόσα... Τους παλμούς της γης, τη ροή του νερού στα σπλάχνα της, το μεγάλωμα των παιδιών που γεννούσα, το φύτεμα των παιδιών που μου σπέρνανε. Πόσα του χρωστούσα! Η κιβωτός μου είναι. Αυτό η δόξα, αυτό ο ερωτικός σπασμός, αυτό ο θάνατος των αγαπημένων μου, αυτό η απόρριψη της υποταγής. Το μυαλό μου δε μου χρησίμεψε σε τίποτα άλλο παρά στην αποκρυπτογράφηση αυτής της γλώσσας , της γλώσσας του. Το κορμί μου ήταν ο δέκτης του κόσμου κι λευτερωτής μου. Κι αυτό, μισοπεθαμένοτο βίασαν τρεις αλήτες. Δε το γλίτωσα ούτε απ' αυτή τη δοκιμασία. Όλες τις απόπειρές μου για λευτεριά τις πλήρωσα. Και την υπέρτατη. Έλεγα πως θα 'κλειναν για πάντα οι αγωγοί του. Πως δε θ' άκουα άλλο τη βία να δολοφονεί, να διατάσσει. Στέλνουνε φέρετρα σφραγισμένα σε γονιούς φαντάρων, μ' ένα έγγραφο, ότι έχασε τη ζωή του κατά την εκτέλεση του καθήκοντος ή διότι αυτοκτόνησε και απαγορεύουν ν' ανοιχτεί το φέρετρο. Κι οι γονιοί το θάβουν το παιδί τους σφραγισμένο! Πριν καιρό διάβασα σε μια εφημερίδα, την έχω σπίτι, την επιστολή ενός αξιωματικού. "Προτείνω,έγραφε, ότι θα είναι θαυμάσιον να στεγασθεί ο Παρθενών με τρούλον ως των Βυζαντινών εκκλησιών, οπότε ούτος θα προσφέρει ένα υπέροχον θέαμα στους τουρίστες εκ του αεροπλάνου, αντί να βλέπουν αυτά τα χαίνοντα ερείπια". Σε μια άλλη εφημερίδα της Μεσσηνίας υπήρχε ένα ευχαριστήριο κάποιας κοινότητας, "διότι συνεργεία του στρατού μας ανέλαβον την ανακαίνισιν πεπαλαιωμένης εκκλησίας με ημικατεστραμμένους τοίχους και σβησμένες αγιογραφίες, την οποίαν παρέδωσαν ολόλευκην εσωτερικώς και εξωτερικώς, αληθώς καινουργή". Ύστερα κατέβηκε ο δικηγόρος κείνος από το αμάξι του, δικηγόρος δεν ήταν, κατόπιν διαταγής του Πατακού και μάζεψε το αποτσίγαρο που είχε πετάξει. Αυτόν τον επιστήμονα οφείλομε να τον στήσομε στον τοίχο πριν τον Πατακό. Γιατί κουβαλάει πίσω του χιλιάδες χρόνια ιστορίας, όπου αμέτρητοι άνθρωποι πάνω στον πλανήτη, γνωστοί και άγνωστοι, γεννήθηκαν με την κατάρα της ευθύνης μέσα τους, για να ξυπνήσουνε μέσα μας τον αυτοσεβασμό μας, και πέθαναν σκοτωμένοι πρόωρα από την ευθύνη αυτή. Και τι άλλαξαν στον κόσμο; Πόσους ανακούφισαν; Ποιους δίδαξαν; Ούτε το αλφαβήτα της λευτεριάς δε μάθαμε... λόγια, λόγια, αερολογίες. Αρνούμαι, αρνούμαι γιατρέ ν' ακούσω άλλες φιγουρατζίδικες αυτοδιαφημίσεις. "Δεν πιστεύω τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος". Μπα; Σα δεν πιστεύω και δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος, αλλά μόνο για να πεθάνω. Είμαι λεύτερος γιατί έχω απόλυτη γνώση της μηδαμινότητάς μου. Η απουσία μου δε θ' αφήσει κανένα κενό πουθενά, σε κανένα, άτομο, χώρο, ιστορία. Όχι, αδύνατο να συνεχίσεις να γράφεις μυθιστορήματα ύστερα από μια τέτοια δήλωση. Ας το πάρομε απόφαση. Η λευτεριά δεν είναι προνόμιο για ζωή, αλλά διαβατήριο για το θάνατο. Αυτοί δεν είναι οι Καμικάζι, οι Βουδιστές που αυτοπυρπολούνται στο Βιετνάμ; Μπορείς βέβαια και να ζήσεις για να χαρείς το αποτέλεσμα. Πού οδηγεί ένα τέτοιο σύνθημα; Στο σημερινό μας αντιαισθηματικό, εγκληματικό και παράλληλα υποταγμένο άνθρωπο. Χωρίς ελπίδα και χωρίς πίστη σημαίνει χωρίς ιδανικά. Όσα πάνε κι όσα έρθουν. Πόσο το βολεύει το σύστημα η παραίτηση του ανθρώπου! Εγώ,βέβαια, το έντομο, το κουρασμένο έντομο, δεν κατάφερα να προσφέρω το θάνατό μου... Τι αξίζει ένα ξελιγωμένο, εξουθενωμένο έντομο; Η πείνα, όταν δεν έχει αντίπαλο την ψυχή σου, την πίστη σου, την ελπίδα, τρέφεται από τη στέρησή σου, απλώνοντας τεράστια πλοκάμια που σου πιέζουν το μυαλό και σου κόβουν τα πόδια. Ζεις, σκέφτεσαι, αγαπάς, απελπίζεσαι με το στομάχι σου. Αρκεί! Και να 'μαι τώρα γιατρέ, μπροστά σας απολογούμενη για τη λογική που μ' έσπρωξε στο θάνατο, εκθέτοντας στα μάτια σας τα άθλια ταπεινωμένα μου σωθικά. Και γιατί; Για να κερδίσω το πιστοποιητικό της εξόδου μου από δω. Ιδού η επιτυχία του Συστήματος. Αυτοκτονείς γιατί ο κόσμος όλος έχει γίνει μια τόση δα φυλακή. Και το Σύστημα με εκπρόσωπό του την κυρία αυτή Δημάκου και τη χούντα, για να καταφέρνουν να πιστέψεις πως η ελευθερία είναι έξω από τα κάγκελα της κλινικής της. Και αγωνίζεσαι να την ξανακατακτήσεις.
      Όταν ο εξωτερικός ψυχίατρος υπόγραψε το πιστοποιητικό εξόδου της πελάτισσας, ήταν περασμένες τέσσερις το απόγευμα. Η διεύθυνση λυπήθηκε αλήθεια πολύ που το Λογιστήριο της κλινικής είχε κλείσει κι έτσι η ασθενής θα 'μενε ακόμη μια νύχτα μέσα. "Θα την παραλάβετε αύριο το πρωί, αν φυσικά δεν υποτροπιάσει ως τότε", είπαν στους δικούς της.
       - Να υποτροπιάσει; Πώς;
      - Δεν ξέρουμε! Η γυναίκα είναι ψυχοπαθής. Δεν αποκλείεται να πάθει μια καινούρια κρίση τη νύχτα.
       Η νύχτα ήρθε με τρεις φίλους. Ένα νεαρό αντρόγυνο κι ένα συγγραφέα. Έφτασαν, βέβαια, αργά αλλά δούλευαν και οι τρεις. Θα 'ταν γύρω στις οχτώ, σαν μπήκαν στο δωμάτιό της. Άρχισε να μιλά τρέμοντας. δεν μπορούσε τίποτα να κρύψει. Έτσι κι αλλιώς πίστευε πως ήταν ολόκληρη ένα τοπίο ταπείνωσης εκτεθειμένο, ορατό σε όλους. Στην αρχή προσπάθησε να κάνει λίγο χιούμορ, μιλώντας για το σκύλο της που κατάλαβε τι πήγαινε να κάνει, σαν μάζεψε δίπλα της τα βαρβιτουρικά, κι εξαφανίστηκε κάτω από το κρεβάτι της. Ύστερα τους μίλησε για τη φοβερή νύχτα της αφύπνισής της. Όσο προχωρούσε διάβαζε στα μάτια τους τη δυσπιστία, όπως ακριβώς γίνηκε και με την αδερφή της.
       - Δε με πιστεύετε, είπε στους φίλους της. Κι όμως όλα τούτα  σ υ ν έ β η σ α ν . Το κορμί μου βρομούσε χθες το πρωί που ξύπνησα και βρήκα κείνον απάνω μου, τους έλεγε, σαν άκουσαν την πόρτα της ν' ανοίγει με μια κλωτσιά. Η ίδια δεν την έβλεπε, όμως τα πρόσωπα των φίλων της που κάθονταν γύρω στο κρεβάτι της πάνιασαν. Αλλά και ο επισκέπτης δεν περίμενε να τη βρει με συντροφιά. Στάθηκε κεί, θεόρατος, καμιά τριανταπενταριά χρονών, με τα μαλλιά ιδρωμένα και πεσμένα στο μέτωπο, το πουκάμισο ανοιχτό.
       - Η κυρία έχει επισκέψεις;
       - Ξεχαστήκαμε, είναι αλήθεια... δικαιολογήθηκε ο ένας από τους τρεις.
       - Όχι, όχι, τι λέτε, η συντροφιά κάνει καλό στην κυρία, ακούστηκε να λέει, ενώ ταυτόχρονα έκανε νόημα στους φίλους της να βγουν έξω. Ο Κ. σηκώθηκε, βαρύς, τετράγωνος και πήγε κατά την πόρτα. Όταν ξαναγύρισε μέσα κλείνοντας την πόρτα, φαινόταν αναστατωμένος.
       - Ένας από τους αλήτες που μας περιέγραψες. Συγχώρα με, φοβήθηκα πως τους είχε φτιάξει η φαντασία σου. Φαίνονται τόσο απίστευτα όλ' αυτά. Είναι και ντοπαρισμένος ο τύπος, σίγουρα. Το μάτι του είναι γυαλένιο.
       - Κωστή, έτσι ήταν και προχθές το βράδυ, μα δεν το σκέφτηκα.
     - Δεν αποκλείεται κακόμοιρο παιδί. Αλλά τι να πρωτοκαταλάβεις στην κατάσταση που ήσουνα!... Λοιπόν, στράφηκε στους δυο άλλους, σίγουρος πως περίμεναν τη δική του επικύρωση: τα πάντα είναι αλήθεια. Και δυστυχώς έχουν προγραμματίσει καινούρια επιχείρηση γι' απόψε.
       - Σου το 'πε;
      - Περίπου! Μου είπε, "πιστεύετε πως η κυρία θα βγει αύριο; Λάθος κύριε! Ακούστε με και μένα που έχω μεγάλη πείρα, καθώς δουλεύω τρία χρόνια δω μέσα. Να με θυμηθείτε. Η κυρία θα υποτροπιάσει απόψε. Δυστυχώς θα υποχρεωθούμε να την ξαναδέσουμε..."
       - Θα ξανάρθουν...
    - Ησύχασε, κυρά μου. Ευτυχώς είναι ντοπαρισμένος και προδόθηκε. Αλλά και μεις θα του τα χαλάσουμε τα σχέδια. Η Διατσέντα θα μείνει μαζί σου.
       Κοίταξε τη Διατσέντα με απογοήτευση. Ήταν τόσο μικροκαμωμένη, τόσο λιγνή. "Φοβάμαι" είπε. Έτρεμε ολόκληρη.    
       - Δε χρειάζεται κάποιος ανάλογα θεόρατος σαν κι αυτά τα κτήνη να σε φυλάξει. Αρκεί ένας μάρτυρας. Θα τους το πω τώρα που θα βγούμε και να δεις τι αγγελούδια θα γίνουν. Ηρέμησε σε παρακαλώ. Κι αύριο θα ξανάρθουμε να σε παραλάβομε.


       Το σαλόνι του πρώτου ορόφου γέμισε από φίλους που ήρθαν το άλλο πρωί να τη συνοδέψουν στο σπίτι της.
       - Πάμε, είπε και κατέβηκε τη σκάλα. Διέσχισε το χολ και βγήκε σ' ένα ηλιόλουστο γεναριάτικο πρωινό, με τη γεύση μιας καινούριας, υπέροχης λευτεριάς στα χαμογελαστά χείλια της. Η ζωή νικά!

Λιλή Ζωγράφου
Λολίτα Ζωγράφου