Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Μίλα μου σαν τη βροχή

Μανχάτταν. Μέσα στην παρακµιακή ατµόσφαιρα ενός φτηνού δωµατίου,
ένας άντρας και µια γυναίκα συζητούν.
Η οικονοµική τους κατάσταση αλλά και η προσωπική τους σχέση
βρίσκεται στα όρια της εξαθλίωσης. Εκείνος εκφράζει
την επιθυµία να κάνουν µαζί ένα νέο ξεκίνηµα. Εκείνη
µέσα από ένα µονόλογο - ξέσπασµα
δηλώνει την ανάγκη της να αποµονωθεί.
(Μίλα μου σαν τη βροχή, του Τέννεση Ουίλλιαμς)

ΕΚΕΙΝΟΣ: Μπορείς να μου μιλήσεις αγάπη μου; Μπορείς να μου μιλήσεις, τώρα;

ΕΚΕΙΝΗ: Ναι...

ΕΚΕΙΝΟΣ: Ωραία... Μίλα μου σαν τη βροχή... Κι άσε με να ακούω... Άσε με να ξαπλώσω εδώ και -- να ακούω... Πάει τόσος καιρός από τότε που εμείς οι δυο -- δεν είμαστε παρά ένα ζευγάρι... Τώρα μίλα μου, πες μου: Τι σκεφτόσουν μέσα στη σιωπή; Καθώς εγώ περιφερόμουν σαν μια βρώμικη καρτ-ποστάλ μέσα στην πόλη... Πές μου, μίλησε μου! Μίλα μου σαν τη βροχή κι εγώ θα ξαπλώσω εδώ και θα σ'ακούω...

ΕΚΕΙΝΗ: Εγώ...

ΕΚΕΙΝΟΣ: Πρέπει να το κάνεις, είναι απαραίτητο! Πρέπει να ξέρω... Μίλα μου σαν τη βροχή κι εγώ θα ξαπλώσω εδώ και θα σ' ακούω... Εδώ...θα σ' ακούω...

ΕΚΕΙΝΗ: Θέλω να φύγω.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Θέλεις να φύγεις;

ΕΚΕΙΝΗ: Θέλω να φύγω μακριά ....

ΕΚΕΙΝΟΣ: Πώς;

ΕΚΕΙΝΗ: Μόνη... Θα μείνω σε ένα μικρό ξενοδοχείο κοντά στην θάλασσα μ'ένα ψεύτικο όνομα...

ΕΚΕΙΝΟΣ: Τι όνομα ;

ΕΚΕΙΝΗ: Άννα -- Τζόουνς... Η καμαριέρα θα είναι μια μικροκαμωμένη γριούλα... Θα μιλάει συνέχεια για τον εγγονό της... Θα κάθομαι στην καρέκλα καθώς θα στρώνει το κρεβάτι μου, τα χέρια μου θα κρέμονται στα πλαϊνά της καρέκλας και -- η φωνή της θα είναι τόσο γαλήνια... Θα μου λέει τι έφαγε ο εγγονός της στο δείπνο... Το δωμάτιο θα είναι σκοτεινό και κρύο... και παντού θα ακούγεται ο ψίθυρος της...

ΕΚΕΙΝΟΣ: Της βροχής ;

ΕΚΕΙΝΗ: Ναι. Της βροχής.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Και...

ΕΚΕΙΝΗ: Η ανησυχία μου θα φύγει, θα μου περάσει για πάντα.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Ναι...

ΕΚΕΙΝΗ: Μετά από λίγο η γριούλα θα μου λέει "Το κρεβάτι σας είναι έτοιμο, κυρία" κι εγώ θα της λέω "Ευχαριστώ" και θα της δίνω ένα δολάριο. Η πόρτα θα κλείνει. Και θα' μαι ξανά μόνη. Τα παράθυρα θα είναι ψηλά με μακριά μπλέ παραθυρόφυλλα... Θα είναι μια εποχή βροχής...βροχής...βροχής... Η ζωή μου θα είναι σαν αυτό το δωμάτιο... Κρύα...και σκοτεινή...και γεμάτη από τους ψιθύρους της...

ΕΚΕΙΝΟΣ: Της βροχής;...

ΕΚΕΙΝΗ: Κάθε εβδομάδα που θα μπορώ να μετράω, θα λαμβάνω μια επιταγή από το ταχυδρομείο... Η γριούλα θα εξαργυρώνει τις επιταγές για μένα και θα μου φέρνει βιβλία από τη βιβλιοθήκη και θα μαζεύει τα άπλυτα ρούχα... Θα έχω πάντα καθαρά πράγματα. Θα ντύνομαι πάντα στα λευκά... Δεν θα είμαι ποτέ αρκετά δυναμική, ούτε θα μου έχει απομείνει πολλή ενεργητικότητα αλλά θα έχω αρκετή, μετά από κάποιο διάστημα, για να περπατήσω στην πλατεία μπροστά στην παραλία... Θα περπατάω στην παραλία χωρίς μεγάλη προσπάθεια... Ναι, τα απογεύματα θα περπατάω στην πλατεία κοντά στη θάλασσα...
Θα έχω μια συγκεκριμένη παραλία που θα πηγαίνω να κάθομαι...σε μια μικρή απόσταση από το υπόστεγο όπου καθώς θα νυχτώνει μια μπάντα θα παίζει επιλογές από μουσικές του Βίκτορ Χέρμπερτ... Θα έχω ένα μεγάλο δωμάτιο με παντζούρια στα παράθυρά του... Θα είναι μια εποχή μόνο βροχής...βροχής...βροχής... Και θα είμαι τόσο εξουθενωμένη μετά από τη ζωή μου στην πόλη, που δεν θα με πειράζει να ακούω μονάχα τη βροχή... Θα είμαι τόσο ήσυχη...
Θα εξαφανιστούν οι γραμμές από το πρόσωπό μου... Τα μάτια μου δεν θα είναι πια κόκκινα, δεν θα με καίνε πια καθόλου... Δεν θα έχω πια φίλους. Ούτε καν οποιαδήποτε συνάντηση.
Και όταν θα νιώθω κουρασμένη και θα θέλω να κοιμηθώ, θα περπατώ αργά το δρόμο της επιστροφής στο μοτέλ... Ο ξενοδόχος θα λέει "Καλό σας βράδυ, δεσποινίς Τζόουνς", κι εγώ μετά βίας θα χαμογελώ και θα παίρνω το κλειδί μου. Δεν θα κοιτάξω ποτέ μου ούτε μια εφημερίδα, δε θα ακούσω ποτέ ούτε καν ραδιόφωνο ... Δεν θα έχω την παραμικρή ιδέα για το τι συμβαίνει στον κόσμο. Δε θα αντιλαμβάνομαι την πάροδο του χρόνου...καθόλου!... Και μια μέρα θα κοιτάξω στον καθρέφτη -- και θα δω ότι τα μαλλιά μου έχουν αρχίσει να γίνονται γκρίζα... Και για πρώτη φορά θα αντιληφθώ ότι για είκοσι πέντε χρόνια ζούσα σ'αυτό το μικρό ξενοδοχείο μ'ένα ψεύτικο όνομα χωρίς καθόλου φίλους, χωρίς καθόλου συναναστροφές ή οποιουδήποτε είδους διασυνδέσεις. Θα ξαφνιαστώ λιγάκι αλλά δεν θα με πειράζει καθόλου. Θα είμαι χαρούμενη που ο χρόνος για μένα πέρασε τόσο εύκολα. Καμιά φορά ίσως να πηγαίνω και στον κινηματογράφο... Θα κάθομαι στην τελευταία σειρά με όλο εκείνο το σκοτάδι γύρω μου, ανάμεσα σε φιγούρες ανθρώπων που θα κάθονται ακίνητοι αγνοώντας την ύπαρξή μου. Θα κοιτάζουν την οθόνη. Φανταστικοί άνθρωποι. Άνθρωποι από ιστορίες... Θα διαβάζω μεγάλα βιβλία και τα ημερολόγια των νεκρών συγγραφέων. Και θα νιώθω πολύ πιο κοντά σ'αυτούς απ' ό,τι ένιωσα ποτέ μου για ανθρώπους που γνώριζα, πριν αποτραβηχτώ από τον κόσμο... Θα είναι γλυκιά και ψυχρή αυτή η φιλία μου με τους νεκρούς μου ποιητές, γιατί δεν θα χρειάζεται να τους αγγίζω ή να απαντώ στις ερωτήσεις τους. Εκείνοι θα μου μιλάνε χωρίς να περιμένουν από μένα να τους απαντήσω σε κάτι... Και θα αποκοιμιέμαι ακούγοντας τις φωνές των ποιητών μου να μου εξηγούν τα μυστήρια του κόσμου... Θα αποκοιμιέμαι με ένα βιβλίο ξεχασμένο ακόμη στα χέρια μου και έξω -- θα βρέχει...
Θα ξυπνάω μονάχα για να ακούσω τη βροχή... Και έπειτα θα παραδίνομαι ξανά στον Μορφέα... Θα' ναι μια εποχή βροχής...βροχής...βροχής... Και μια μέρα, όταν θα 'χω κλείσει ένα βιβλίο ή θα έχω επιστρέψει σπίτι ολομόναχη από κάποια προβολή γύρω στις έντεκα το βράδυ -- θα κοιτάξω στον καθρέφτη και θα δω ότι τα μαλλιά μου έχουν γίνει λευκά...λευκά...απόλυτα λευκά... Λευκά σαν τους αφρούς των κυμάτων... Τα χέρια μου θα ψαύσουν όλο μου το κορμί και θα νιώσω πόσο απίστευτα ελαφριά και λεπτή έχω γίνει. Ω, θεέ μου πόσο λεπτή θα έχω γίνει... Σχεδόν διαφανής... Ελάχιστα αληθινή πια... Και τότε θα συνειδητοποιήσω, θα ξέρω πια, σχεδόν αμυδρά πως έμεινα σ'αυτό το μικρό ξενοδοχείο - χωρίς καθόλου κοινωνικές επαφές, ευθύνες, ανησυχίες ή οποιουδήποτε είδους ενοχλήσεις - για περίπου πενήντα χρόνια... Για μισό αιώνα. Για μια ζωή... Και δεν θα θυμάμαι πια ούτε καν τα ονόματα των ανθρώπων που γνώριζα πριν έρθω εδώ ούτε και το πώς είναι να είσαι αυτή που περιμένει κάποιον που -- ίσως και να μην έρθει ποτέ... Τότε θα ξέρω -- κοιτάζοντας στον καθρέφτη-- πως έχει έρθει για μένα η πρώτη στιγμή για να περπατήσω έξω μόνη... Για να περπατήσω μια ακόμη φορά στην πλατεία κοντά στη θάλασσα με τον δυνατό άνεμο να με χτυπάει... Τον καθαρό λευκό άνεμο που φυσά από την άκρη του κόσμου... Κι ίσως κι από ακόμη πιο μακριά. Από τα κρύα μέρη του διαστήματος... Κι ίσως κι από ακόμη πιο πέρα αν υπάρχει κάτι πιο πέρα από την άκρη του διαστήματος... Μετά θα βγω έξω και θα περπατήσω στην πλατεία κοντά στη θάλασσα. Θα περπατήσω μόνη και θα γίνομαι όλο και πιο λεπτή όλο και πιο λεπτή με τον άνεμο ....

ΕΚΕΙΝΟΣ: Έλα στο κρεβάτι, μωρό μου...

ΕΚΕΙΝΗ: Όλο και πιο λεπτή, όλο και πιο λεπτή, όλο και πιο λεπτή, όλο και πιο λεπτή... Ώσπου τελικά δεν θα έχω καθόλου σώμα... Και ο άνεμος θα με σηκώσει ψηλά και μέσα στα κρύα λευκά του χέρια θα με πάρει μακριά...

ΕΚΕΙΝΟΣ: Έλα στο κρεβάτι -- μαζί μου.

ΕΚΕΙΝΗ: Θέλω να φύγω, θέλω να φύγω -- μακριά ...
Έλα στο κρεβάτι... Έλα στο κρεβάτι, μωρό μου.