Το στέκι του γερο-Έρνι ήτανε φίσκα, κι ας ήτανε αργά. Είχε κυρίως όλο βλαμμένα, απ' τα γυμνάσια και τα πανεπιστήμια. Σχεδόν όλα τα κωλοσχολεία του κόσμου αρχίζουνε νωρίτερα τις χριστουγεννιάτικες διακοπές τους, εξόν απ' τα σχολεία που πηγαίνω εγώ. Ίσα ίσα που χώραγε ν' αφήσεις το πανωφόρι σου, τόσο φίσκα ήτανε. Μέσα είχε μεγάλη ησυχία, γιατί έπαιζε πιάνο ο Έρνι. Υποτίθεται πως ήτανε ιερό πράμα, στο Θεό σου, άμα καθότανε στο πιάνο. Κανένας δεν είναι τόσο καλός. Είχε κι άλλα τρία ζευγάρια εξόν από εμένα και περιμένανε για τραπέζι, κι όλη την ώρα σπρώχνανε και σηκωνόντουσαν στα νύχια, για να δούνε το γέρο-Έρνι που έπαιζε. Είχε βάλει ένα κωλοκαθρέφτη μπροστά στο πιάνο, και κείνο το μεγάλο προβολέα αποπάνω του, έτσι που να βλέπουν όλοι τη μούρη του άμα παίζει. Τα δάχτυλά του δεν τα 'βλεπες που έπαιζε - μόνο την παλιομουράκλα του. Χαράς το πράμα. Δεν είμαι και πολύ σίγουρος πώς το λέγανε το τραγούδι που έπαιζε όταν έμπαινα μέσα, αλλά ό,τι και να 'τανε του 'χε αλλάξει τα φώτα. Έκανε όλο και κάτι κατσαρώματα στις ψηλές νότες, για φιγούρα, και κάτι άλλα κόλπα που μου στρίβουνε τ' άντερο. Θα 'πρεπε όμως ν' ακούγατε από μια μεριά το πλήθος, άμα τελείωσε. Σου 'ρχότανε να ξεράσεις. Σαν τρελοί κάνανε. Ήτανε ακριβώς οι ίδιοι μάπες που γελάνε σαν ύαινες στο σινεμά, με κάτι πράματα που δεν είναι καθόλου αστεία. Μα το Θεό, αν ήμουνα πιανίστας ή ηθοποιός ή κάτι τέτοιο να πούμε, και με βρίσκανε απίθανο όλοι εκείνοι οι κόπανοι, θα μ' έπιανε άλλο πράμα. Δε θα 'θελα να μου βαράνε ούτε παλαμάκια. Πάντα οι άλλοι βαράνε παλαμάκια για λάθος πράμα. Άμα ήμουνα πιανίστας, θα 'παιζα κλεισμένος σε κανένα βρωμοντούλαπο. Τέλος πάντων, όταν τελείωσε κι όλοι χειροκροτάγανε να τους φύγει το κεφάλι, ο γερο-Έρνι έστριψε ετσιδά πάνω στο σκαμνί του κι έκανε μια υπόκλιση, πολύ υποκριτική και σεμνή. Λες κι ο διάολος δεν ήτανε μονάχα τρομερός πιανίστας, αλλά και αφάνταστα σεμνός αποπάνω. Αυτό ήτανε πολύ κάλπικο - θέλω να πω, αφού ήτανε πολύ σνομπ και τα ρέστα. Το παράξενο όμως είναι που τον λυπόμουνα κάπως άμα τελείωσε. Νομίζω πως δεν ξέρει τι του γίνεται, δηλαδή αν παίζει σωστά ή όχι να πούμε. Δε φταίει όμως αυτός μονάχα. Από 'να μέρος φταίνε κι όλοι ετούτοι οι κόπανοι που του βαράνε παλαμάκια να τους φύγει το κεφάλι - μπορούν να χαλάσουν τον καθένα, φτάνει να τους δώσεις αφορμή. Τέλος πάντων, μ' είχε πιάσει μια πλάκωση κι ήμουνα τα χάλια μου ξανά, και λίγο έλειψε ο διάολος να ξαναπάρω το πανωφόρι μου και να γυρίσω στο ξενοδοχείο, αλλά ήτανε πολύ νωρίς και δεν είχα διάθεση να μείνω μόνος μου.
_________________________________________________
"Πάψε να βρίζεις. Καλά, πες τίποτ' άλλο. Πές κάτι που θα σ' άρεσε να είσαι. Ας πούμε φυσικός. Ή δικηγόρος. Ή κάτι."
"Εγώ δε μπορώ να γίνω φυσικός. Είμαι αδύνατος στη φυσική."
"Καλά, τότε δικηγόρος - σαν το μπαμπά, ας πούμε."
"Καλοί είναι οι δικηγόροι, δε λέω - αλλά δε μου πάει", της κάνω. "Θέλω να πω, οι δικηγόροι είναι εντάξει άμα τρέχουνε και γλιτώνουνε τις ζωές των αθώων όλη την ώρα, και τέτοια, αλλά αυτά δεν τα κάνεις άμα είσαι δικηγόρος. Το μόνο που κάνεις είναι να βγάζεις ένα κάρο λεφτά, και να παίζεις γκολφ, και να παίζεις μπριτζ, και ν' αγοράζεις αυτοκίνητα, και να πίνεις μαρτίνι, και να κάνεις τον καμπόσο. Κι έπειτα, ακόμα και να 'τρεχες να γλίτωνες τους άλλους και τα ρέστα, πώς θα 'ξερες ότι το κάνεις επειδή θέλεις στ' αλήθεια να τους σώσεις τη ζωή, ή το κάνεις επειδή στην πραγματικότητα αυτό που θέλεις, είναι να γίνεις τρομερός δικηγόρος, κι όλοι να σε χτυπάνε στην πλάτη και να σου δίνουνε συγχαρητήρια στο δικαστήριο, άμα τελειώνει η κωλοδίκη, οι δημοσιογράφοι και τα ρέστα να πούμε, έτσι όπως γίνεται στο κωλοσινεμά; Πώς το ξέρεις ότι δεν είσαι κάλπης; Το πρόβλημα είναι πως δε θα το ξέρεις."
Δεν είμαι και πολύ σίγουρος πως το Φοιβάκι καταλάβαινε τι διάολο της έλεγα. Θέλω να πω, στο κάτω κάτω είναι μονάχα πιτσιρίκι, να πούμε. Αλλά τουλάχιστο μ' άκουγε. Έστω και να σ' ακούει κάποιος, δεν είναι και τόσο άσχημα.
"Ο μπαμπάς θα σε σκοτώσει. Θα σε σκοτώσει.", μου λέει.
Δεν την άκουγα όμως. Σκεφτόμουνα κάτι άλλο - κάτι τρελό. "Ξέρεις τι θα 'θελα να 'μαι;", της λέω. "Ξέρεις τι θα 'θελα να 'μαι; Θέλω να πω, αν μπορούσα να διαλέξω μόνος μου, διάολε;"
"Τι; Μη βρίζεις."
"Ξέρεις εκείνο το τραγούδι που λέει, <Όταν πιάνεις κάποιον που 'ρχεται μεσ' απ' τη σίκαλη>; Θα 'θελα -"
"Δε λέει έτσι. Λέει, <Όταν ανταμώνεις κάποιον που 'ρχεται μεσ' απ' τη σίκαλη>", μου κάνει το Φοιβάκι. "Είναι ποίημα. Του Ρόμπερτ Μπερνς."
Πάντως είχε δίκιο. Έτσι λέει: "Όταν ανταμώνεις κάποιον που 'ρχεται μεσ' απ' τη σίκαλη". Δεν το 'ξερα όμως τότε.
"Νόμιζα πως ήτανε: <Όταν πιάνεις κάποιον>", της λέω. "Τέλος πάντων, να, φαντάζομαι όλα κείνα τα πιτσιρίκια να παίζουνε ένα παιχνίδι σ' ένα μεγάλο σικαλοχώραφο και τα ρέστα. Χιλιάδες πιτσιρίκια, και δεν είναι κανένας εκεί - θέλω να πω, κανένας μεγάλος - εκτός από μένα. Και γω στέκομαι φύλακας, στο χείλος ενός τρελογκρεμού. Αυτό που πρέπει να κάνω, είναι να τα πιάνω άμα κάνουνε να πέσουνε στο γκρεμό - θέλω να πω, άμα τρέχουνε και δε βλέπουνε πού πάνε, πρέπει να πετάγομαι από κάπου και να τα πιάνω. Αυτό θα κάνω όλη μέρα. Θα 'μαι μονάχα ο φύλακας στη σίκαλη, να πιάνω τα παιδάκια και τα ρέστα. Το ξέρω πως είναι παλαβωμάρα, αλλά είναι το μόνο πράμα που θα 'θελα να 'μαι στ' αλήθεια. Το ξέρω πως είναι παλαβωμάρα."
Το Φοιβάκι δεν είπε τίποτα για κάμποση ώρα. Μετά, όταν είπε κάτι, το μόνο που είπε ήτανε, "Ο μπαμπάς θα σε σκοτώσει."
__________________________________________________
Το μόνο λοιπόν που μπορώ να πω εγώ είναι "Α, ρε παλιο-Χόλντεν Κολφιλντ...".